ανευχαρίστητος

ανευχαρίστητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανευχαρίστητος" в других словарях:

  • ανευχαρίστητος — ανευχαρίστητος, η, ο και ανευχάριστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, ανικανοποίητος: Ό,τι και να του έκανες εκείνος έμενε ανευχαρίστητος. 2. αχάριστος, αγνώμονας: Σε δικούς του και ξένους ήταν ανευχαρίστητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανευχαρίστητος — η, ο 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, μεμψίμοιρος 2. που δεν αναγνωρίζει το καλό, αχάριστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»