ανευχαρίστητος
Смотреть что такое "ανευχαρίστητος" в других словарях:
ανευχαρίστητος — ανευχαρίστητος, η, ο και ανευχάριστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, ανικανοποίητος: Ό,τι και να του έκανες εκείνος έμενε ανευχαρίστητος. 2. αχάριστος, αγνώμονας: Σε δικούς του και ξένους ήταν ανευχαρίστητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανευχαρίστητος — η, ο 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, μεμψίμοιρος 2. που δεν αναγνωρίζει το καλό, αχάριστος … Dictionary of Greek